Ρεπορτάζ του documentonews
Σφοδρές αντιδράσεις έχει προκαλέσει η πρόθεση του υπουργείου Δικαιοσύνης να επαναφέρει το άρθρο 191 του Ποινικού Κώδικα περί διασποράς ψευδών ειδήσεων όπως ίσχυε μέχρι το 2019, οπότε και τροποποιήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Έγκριτοι και πεπειραμένοι νομικοί μιλούν στο documentonews.gr και εκφράζουν την αντίθεσή τους στις αλλαγές που προωθεί το υπουργείο Δικαιοσύνης. Όπως αναφέρουν με τις αλλαγές αυτές εγκυμονούνται «κίνδυνοι καθολικής ποινικοποίησης της ειδησεογραφίας», ενώ παράλληλα κάνουν λόγο για «πολιτικές σκοπιμότητες» και περιστολή της ελευθερίας της έκφρασης.
Διαβάστε αναλυτικά:
Βασίλης Καπερνάρος
Ποινικολόγος
«Πολιτικές σκοπιμότητες»
Μέσα σε διάστημα περίπου δυόμισι ετών επιχειρείται αλλαγή-τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα. Δυστυχώς, αντί να μαθαίνουμε από τα λάθη προηγούμενων χρόνων, όχι απλώς τα επαναλαμβάνουμε αλλά αντιγράφουμε τις ίδιες πρακτικές. Δηλαδή νομοθετούνται ασαφείς νόμοι με ακατάληπτες έννοιες και αοριστολογίες που επιδέχονται πολλές ερμηνείες, με αποτέλεσμα τη μη ορθή απονομή της δικαιοσύνης, τη χρόνια καθυστέρηση στην εκδίκαση υποθέσεων και τη δημιουργία αρνητικού κλίματος στην κοινωνία.
Με την επιχειρούμενη τροποποίηση ο νομοθέτης προσθέτει απλώς την αφηρημένη έννοια «ανησυχία» και τιμωρεί το αδίκημα είτε επιφέρει είτε όχι το αποτέλεσμα (διακινδύνευση), σε αντίθεση με την έως σήμερα τιμώρηση του αδικήματος ως εκ του αποτελέσματος. Επιπροσθέτως, με την προτεινόμενη διάταξη συμπεριλαμβάνεται ρητά και η δημόσια υγεία, προσθήκη που κρίθηκε αναγκαία δεδομένης της πανδημίας του κορονοϊού (όπως συνάγεται από την ερμηνεία του).
Με τις προτεινόμενες αλλαγές δημιουργούνται τα εξής προβλήματα:
-Ποιος θα κρίνει το «ικανό ή μη» της ψευδούς είδησης να προκαλέσει φόβο και ανησυχία;
-Ποιες ψευδείς ειδήσεις θεωρούνται ικανές ή μη και με ποια κριτήρια; Αλλοτε ο εισαγγελέας ασκεί δίωξη και άλλοτε αρχειοθετεί;
-Ποια ωφελιμιστική πρακτική υπηρετεί η πρόβλεψη για τη δημόσια υγεία, δεδομένης της σφόδρα πιθανολογούμενης εξάλειψης της πανδημίας;
Δυστυχώς ούτε σε αυτή την τροποποίηση εξυπηρετείται η ορθή νομοθέτηση των νόμων. Το μόνο σίγουρο είναι ότι και σήμερα βρισκόμαστε θεατές στο ίδιο έργο εξυπηρέτησης πολιτικών και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων. Τέτοιου είδους νομοθετήματα επαναφέρουν στο προσκήνιο υποθέσεις όπως εκείνη με την αθώωση Σώρρα για διασπορά ψευδών ειδήσεων (2013) και τη μετέπειτα αναίρεση της αθωωτικής απόφασης από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (2017) λόγω έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Θεόδωρος Μαντάς
Ποινικολόγος
«Κίνδυνος καθολικής ποινικοποίησης της ειδησεογραφίας»
Αναμφισβήτητα το φαινόμενο των fake news έχει προσλάβει τα τελευταία χρόνια ενδημικές διαστάσεις, ως απόρροια κυρίως της πληροφόρησης μέσω διαδικτύου όπου τα περισσότερα κείμενα διακινούνται ανυπόγραφα. H βασικότερη μεταβολή του άρθρου 191 συνίσταται στη μεταστροφή του χαρακτήρα του από έγκλημα αποτελέσματος σε έγκλημα διακινδύνευσης, καθόσον με τη νέα διατύπωση αρκεί να είναι οι ψευδείς ειδήσεις ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες και φόβο, δίχως να απαιτείται πλέον οι δέκτες των ψευδών ειδήσεων να αναγκάζονται να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους. Η πρωτοβουλία αυτή, σε συνδυασμό με την αυστηροποίηση του πλαισίου ποινικής μεταχείρισης, συνιστά υπέρμετρη διεύρυνση του αξιόποινου χαρακτήρα του αδικήματος και δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την πρακτική εφαρμογή του.
Χαρακτηριστική είναι άλλωστε η επιδίωξη στο σχέδιο νόμου αφενός να συμπεριληφθεί ρητά στο άρθρο 191 ΠΚ η δημόσια υγεία, δεδομένης της πανδημίας, καθώς έχουν παρατηρηθεί εκτεταμένα φαινόμενα διασποράς ψευδών ειδήσεων, και αφετέρου η αντικειμενική ευθύνη του πραγματικού ιδιοκτήτη ή εκδότη του Μέσου που φιλοξένησε τις ψευδείς ειδήσεις. Η ένσταση που μπορεί να διατυπωθεί συνδέεται με τον κίνδυνο να παρατηρηθεί στο επόμενο διάστημα καθολική ποινικοποίηση κάθε σχετικής με το ζήτημα αυτό ειδησεογραφίας.
Αγης Τάτσης
Δικηγόρος, υποψήφιος για την προεδρία του ΔΣΑ
«Σαφής περιστολή της ελευθερίας έκφρασης»
Η προτεινόμενη τροποποίηση του σχετικού άρθρου επεκτείνει το αξιόποινο αυτής, εισάγοντας ως τρόπο τέλεσης τη δημοσίευση των σχετικών ειδήσεων μέσω του Τύπου ή του διαδικτύου. Αυτό αποτελεί σαφή περιστολή του συνταγματικά προστατευόμενου δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, καθώς μετατρέπει τον δημοσιογράφο σε όργανο προληπτικής λογοκρισίας, δεδομένου ότι η έννοια της αλήθειας ή του ψεύδους σε μια είδηση, όταν αυτή δεν αφορά προφανή ή πασίδηλα γεγονότα, δεν μπορεί εύκολα να αποτιμηθεί. Η ευθύνη της αποτίμησης της αξίας της είδησης πρέπει να επαφίεται στο κοινό, επαναλαμβάνοντας ότι τα όρια στις σχετικές κατηγοριοποιήσεις είναι ιδιαίτερα δυσδιάκριτα καθώς και ότι ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να φέρνει στη δημοσιότητα τις ειδήσεις.
Θανάσης Καμπαγιάννης
Δικηγόρος, υποψήφιος για την προεδρία του ΔΣΑ
«Χαϊδεύουν το εσωτερικό ακροατήριο της ΝΔ»
Η συγκεκριμένη διάταξη με τον τρόπο που διατυπώνεται διευρύνει το αξιόποινο της πράξης, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να καταλήγει σε φρονηματικού χαρακτήρα καταστάσεις. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης είναι μια αόριστη έννοια που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την εκάστοτε εξουσία προκειμένου να περιορίσει την ελευθερία της έκφρασης και ειδικότερα όσων ασκούν κριτική. Πρόκειται για μια ακόμη πράξη της κυβέρνησης της ΝΔ που στόχο έχει να χαϊδέψει το συντηρητικό της ακροατήριο, όπως και η αυστηροποίηση των ποινών που προωθείται επίσης.
Αντώνης Αντανασιώτης
Μέλος του τμήματος δικαιοσύνης και λαϊκών ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ, μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ
«Λογοκρίνει και φιμώνει»
Ιδιαίτερα αντιδραστικές και επικίνδυνες για τις λαϊκές ελευθερίες είναι οι αλλαγές που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ στη διάταξη του άρθρου 191 του ΠΚ για τη «διάδοση ψευδών ειδήσεων», στο σχετικό νομοσχέδιο που τέθηκε σε διαβούλευση. Επιχειρεί μέσω της διεύρυνσης και αυστηροποίησης της διάταξης, την οποία διατήρησε κι ενίσχυσε και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, να λογοκρίνει και να φιμώσει ακόμη περισσότερο κάθε φωνή που αμφισβητεί την κυρίαρχη πολιτική. Συνεχίζει, με πρόσχημα την αντιμετώπιση της πανδημίας, το μπαράζ των αυταρχικών κατασταλτικών μέτρων, όπως η θέσπιση του λεγόμενου «τρομονόμου» στον πολιτισμό, με βάση οδηγία της ΕΕ που στήριξαν όλα τα άλλα κόμματα. Επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά ότι οι περίφημες συνταγματικές διατάξεις για την προστασία της ελευθερίας του Τύπου αποτελούν κενό γράμμα μέσα στο κυρίαρχο αστικό σύστημα. Ο λαός και η νεολαία, οι προοδευτικοί δημοσιογράφοι και νομικοί πρέπει να αντιδράσουν αποφασιστικά, απαιτώντας την απόσυρση της απαράδεκτης διάταξης.