Συγκλονίζει η περιγραφή φοιτήτριας που κατάφερε να επιζήσει από τη δολοφονική σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη. Στη μήνυσή της η φοιτήτρια, καταγράφει πως η ίδια έζησε τη διαδρομή του τρένου εκείνη την ημέρα. Από την Αθήνα,τη στάση στο σταθμό του Παλαιοφάρσαλου και στη συνέχεια στη Λάρισα…
Εκείνη ήταν στο 3ο βαγόνι. Τη στιγμή της σύγκρουσης κοιμόταν.
«Θυμάμαι ότι ξύπνησα από τον ήχο. Ήταν πάρα πολύ δυνατός. Σαν τρακάρισμα, ένα μεγάλο μπαμ, σαν σύγκρουση. Και μετά για κάποια δευτερόλεπτα, έχασα στις αισθήσεις μου. Όταν συνήλθα, άνοιξα τα μάτια μου. Κατάλαβα ότι ήμουν στη θέση μου, κρατούσα με το ένα χέρι το τραπεζάκι μπροστά μου και το άλλο χέρι μου ήταν στο παράθυρο, στην αριστερή πλευρά μου, το οποίο είχε σπάσει εντελώς και είχε γεμίσει θραύσματα.
Άκουγα ουρλιαχτά, τα παιδιά απέναντι φώναζαν «Τι ζούμε;». Προσπαθούσα να καταλάβω τι γίνεται. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν όνειρο και θα ξυπνήσω, ευχόμουν να ήταν απλώς ένας εφιάλτης, να μην είχε συμβεί ποτέ. Παρέμεινα στη θέση μου και δεν κουνήθηκα κάποια δευτερόλεπτα. Κάποια στιγμή ο ήχος χάθηκε σαν να συνέβαιναν όλα υπόκωφα, σαν ταινία που είναι σε σίγαση αλλά καταλαβαίνεις την ένταση που επικρατεί. Μετά από λίγο άρχισα να ακούω ξανά πάρα πολλές φωνές».
«Σκοτάδι και φωτιά»
Η επιβάτης προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί. Αναζητά την παρέα της για να βεβαιωθεί ότι είναι καλά. Τότε συνειδητοποιεί ότι έχει ξεσπάσει φωτιά:
«Γύρισα το κεφάλι μου στη μεριά του παραθύρου δίπλα μου, που είχε σπάσει και είδα μια τεράστια φωτιά να μαίνεται, έτοιμη να μας «καταπιεί». Καταλάβαινα ότι έχω καταπιεί θραύσματα, το στόμα μου είχε τη στυφή και μεταλλική γεύση του αίματος και ο καπνός με τη στάχτη έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Πριν προσπαθήσω να σηκωθώ, έκανα το σταυρό μου και άρχισα να πιάνω το σώμα μου, για να δω αν είμαι αρτιμελής και αν έχω κάπου ανοιχτό τραύμα γιατί πονούσα αλλά δεν μπορούσα να δω τι είναι ακριβώς. Το βαγόνι είχε πάρει κλίση ήταν σαν να είχαμε συμπιεστεί και το βαγόνι είχε συρρικνωθεί».
Ένας επιβάτης θα προσπαθήσει να βοηθήσει προκειμένου να βγουν έξω, να σωθούν:
«Κοιτούσε μήπως μπορούσαμε να πηδήξουμε από εκείνη τη μεριά αλλά η φωτιά έκαιγε πολύ κοντά μας και δεν ξέραμε ακόμα πού είμασταν, νομίζαμε ότι είμασταν σε γκρεμό. Τον παρακάλεσα να μην πηδήξει, εάν πηδούσε από εκεί, θα καιγόταν ζωντανός».
Μέσα στον πανικό της, μια κοπέλα φωνάζει: «Πρέπει να ηρεμήσουμε, πρέπει να δούμε πώς θα βγούμε». Οι επιβάτες του βαγονιού βρίσκουν τρόπο να βγουν. Κάθε δευτερόλεπτο που περνά είναι κρίσιμο. Η μηνύτρια ξέρει ότι πρέπει να τα καταφέρει: «Πρέπει να βγούμε, έρχεται η φωτιά, πρέπει να βγούμε, η φωτιά θα μας κάψει…», σκέφτεται.
Θα καταφέρουν να βγουν. Περπατούν μέσα στο σκοτάδι σε μία αγωνιώδη προσπάθεια να πάνε σε ασφαλές σημείο. Τα περισσότερα κινητά τηλέφωνα είχαν χαθεί στα συντρίμμια, κάποιοι περπατούσαν χωρίς παπούτσια.
«Οι περισσότεροι με το που έβγαιναν στο δρόμο, έπεφταν κάτω ξέπνοοι, ξάπλωναν και έκλαιγαν», περιγράφει η φοιτήτρια. Ανακαλύπτει ότι έχει παντού αίματα αλλά και εγκαύματα, έφτυνε γυαλιά. Μεταφέρεται στο νοσοκομείο αλλά από τότε έχουν αλλάξει όλα. Η τραυματίας έχει επαναλαμβανόμενους εφιάλτες και βιώνει την ημέρα του δυστυχήματος όπως την είχε ζήσει εκείνη την ημέρα. Παθαίνει κρίσεις πανικού και φυσικά δεν έχει ταξιδέψει ξανά». Τρέμω στην ιδέα να μπω σε κάποιο τρένο», τονίζει. Αυτό που δεν θα ξεχάσει είναι η μυρωδιά… μία μυρωδιά θανάτου. «Δεν ήταν μία απλή φωτιά ,μύριζαν καμένα χημικά», λέει.
Η κοπέλα αναφέρει στη μήνυσή της ότι το μόνο που μένει να πιαστεί και της δίνει δύναμη «είναι να παλέψω να υπάρξει δικαίωση για αυτές τις ψυχές που χάθηκαν, οι περισσότεροι νέοι άνθρωποι, παιδιά κοντά στην ηλικία μου. Να συμβάλλω και εγώ, κατά το μέτρο των δυνατοτήτων μου, ώστε να τιμωρηθούν όλοι οι υπαίτιοι που μας έκλεψαν τη νιότη, που με τις εγκληματικές τους πράξεις και παραλείψεις μας καταδίκασαν σε μία επίγεια κόλαση. Κάποιοι δεν επέστρεψαν ποτέ …».