Οι διαδοχικές ελληνοτουρκικές κρίσεις (1976, 1987, 1996, σήμερα), αλλά και οι υφέσεις τους για μια αρκετά μεγάλη περίοδο στις αρχές του 21ου αιώνα οδηγούν σε κάποιες διαπιστώσεις.
■ Πρώτη διαπίστωση: Η Τουρκία διεκδικεί εδώ και πολλές δεκαετίες έξοδο στη θάλασσα. Το υλικό κέντρο βάρους της αναπτύχθηκε σταδιακά στα παράλιά της, καταρχάς στα δυτικά. Η υλική πραγματικότητα της θάλασσας επενδυόταν ιδεολογικά σε ένα εθνι(κιστι)κό αφήγημα, ανάλογα με την εποχή -τουρκική, περιφερειακή, διεθνή.
Ετσι, η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο κεμαλικό και το ερντογανικό αφήγημα είναι η μετατόπιση από τη Σμύρνη -κεμαλικό, παράλιο οχυρό για διεκδίκηση «εθνικού συνόρου» στη θάλασσα- στην Κωνσταντινούπολη -ερντογανικό, αυτοκρατορικό κέντρο στις θάλασσες και «πέραν των θαλασσών». Η θάλασσα λοιπόν απέκτησε σταδιακά ζωτική σημασία, υλική, διαπραγματευτική και συμβολική.
Η θάλασσα ως εμπέδωση της ισχύος ενός κράτους με «ηπειρωτική» συνείδηση που μεταβαλλόταν σε «ναυτική» όσο αυτό ισχυροποιούσε και την «ηπειρωτική» της αξία. Στην Ελλάδα, η παράκτια υλικότητα της Τουρκίας αγνοήθηκε. Αγνοήθηκε η πραγματικότητα που μοιραία διαμόρφωνε η θάλασσα, σε πραγματικό επίπεδο αλλά και σε εθνικιστικές επενδύσεις από την τουρκική πλευρά. Το Διεθνές Δίκαιο έμενε παθητικό όπλο εθνικού εφησυχασμού στα χέρια της χώρας και όχι ένα ενεργητικό όπλο σε διαλεκτική σχέση με τις πραγματικότητες της περιοχής μας.
■ Δεύτερη διαπίστωση: Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και οπωσδήποτε μετά το 1989 και τις δραματικές εξελίξεις που αυτή η χρονολογία πυροδότησε διεθνώς, η Τουρκία έστρεψε την προσοχή της προς τον αραβικό κόσμο, αναθεωρώντας το στερεότυπο του μίσους Τούρκων-Αράβων λόγω οθωμανικού παρελθόντος, αναζητώντας ερείσματα αναθεώρησης και του εθνικού αφηγήματος. Μετά το 1989 έσπαγαν οι κανόνες της προηγούμενης ισορροπίας της Μέσης Ανατολής.
Η δεύτερη έμπαινε σε νέα, αβέβαιη φάση. Σε αβέβαιη φάση έμπαινε και η Τουρκία, με τα Ιμια να αποτελούν το πρώτο απειλητικό, γκρίζο διάβημα προς μια εποχή αναβάθμισης των διεκδικήσεών της στη θάλασσα. Το Ελσίνκι (1999) ωστόσο αποτέλεσε τομή, ανολοκλήρωτη μεν, αλλά έδειξε ότι οι κρίσεις με την Τουρκία δεν είναι μονόδρομος. Οτι υπάρχει κι άλλος δρόμος συνύπαρξης των κρατών στη θάλασσα, αυτός του Διεθνούς Δικαίου, των κανόνων δημοκρατικής και ειρηνικής συνομιλίας μεταξύ εθνών-κρατών και της αξιοποίησης της προσφυγής στη Χάγη.
Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., από την άλλη μεριά, αποτέλεσε σημαντική στιγμή για την περιοχή μας. Η μη λύση όμως του Κυπριακού άφησε ένα στοίχημα ειρήνης ανολοκλήρωτο, αφού η περιοχή έμενε μετέωρη, ανάμεσα στους κανόνες -ευρωπαϊκούς και διεθνείς- διαλεκτικής συνεννόησης για επίλυση προβλημάτων και στη διαφαινόμενη δίνη της «μεσοανατολικοποίησης» της Ανατολικής Μεσογείου.
Πάντως, για ένα μεγάλο διάστημα, οι ευρωπαϊκοί κανόνες λειτούργησαν σε μεγάλο βαθμό ευεργετικά για την περιοχή μας. Τέτοιες στιγμές «ανακωχής» της Ιστορίας είναι πολύ σημαντικές. Εμειναν δυστυχώς ανεκμετάλλευτες εξαιτίας των αδρανειών που συνεπαγόταν ένας δεξιός «μεταφυσικός κομφορμισμός» περί Διεθνούς Δικαίου, που αδυνατούσε να προβλέψει ότι στην Ανατολική Μεσόγειο αναδυόταν μια νεο-αυτοκρατορικού ή νεο-αποικιακού τύπου αταξία. Κι όμως τα σημάδια ήταν εκεί, και ήταν ισχυρά.
■ Τρίτη διαπίστωση: Για πολλούς και γνωστούς λόγους η «μεσοανατολικοποίηση» της Μέσης Ανατολής διαρκώς βάθαινε. Ο ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις δυνάμεων, οι εναλλαγές των συσχετισμών δύναμης, οι αλλοπρόσαλλες, χωρίς κανέναν κανόνα, πολιτικές, και των ισχυρών παικτών, ενίσχυσαν τον βίαιο τυχοδιωκτισμό που ενυπάρχει στην τουρκική εθνικιστική πολιτική ταυτότητα.
Η Μέση Ανατολή άρχισε να φλέγεται και η Μεσόγειος να μετατρέπεται σε Ελ Ντοράντο. Ο πλούτος στη θάλασσα, αντί να οδηγήσει σε ειρηνικές διευθετήσεις ΑΟΖ ανάμεσα στα γειτονικά έθνη-κράτη, με αλληλεγγύη και φροντίδα για το περιβαλλοντικό μέλλον της περιοχής μας, εξελίχθηκε σε ναρκοθετημένο τοπίο, όπου στους νεο-αυτοκρατορικούς ανταγωνισμούς τα νέα προβλήματα επιδείνωναν τα προηγούμενα άλυτα.
■ Τέταρτη διαπίστωση: Οι περίοδοι ύφεσης των ελληνοτουρκικών εντάσεων ταυτίζονται με την ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού πλαισίου κανόνων. Το ερώτημα είναι αν και κατά πόσο σε αυτή την κρίσιμη φάση που διανύουμε, με όλα τα σενάρια ανοικτά (ακόμα και του θερμού επεισοδίου), υπάρχει χρόνος για διάλογο. Με όποιον τρόπο κι αν δοκιμάσουμε να απαντήσουμε την ερώτηση, η απάντηση είναι μία: Η συνεπής γραμμή για την Ελλάδα είναι ο κανοναρχημένος από το Διεθνές Δίκαιο και το ευρωπαϊκό πλαίσιο διάλογος, που οδηγεί διαλεκτικά στη διευθέτηση θαλάσσιων ζωνών, υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.
Η επίλυση του Κυπριακού συνιστά το κουμπί αποδέσμευσης της Κύπρου αλλά και της Ελλάδας από το νέο Ανατολικό Ζήτημα και την άσκηση των κυριαρχικών τους δικαιωμάτων σε καθεστώς ειρηνικής οριοθέτησης στην περιοχή. Το αμέσως επόμενο ερώτημα αφορά τη δύναμη που θα κανοναρχήσει την Τουρκία σε μια φάση έκρυθμου τυχοδιωκτισμού. Η απάντηση είναι επίσης μία: η Ε.Ε. με δύο τρόπους. Από τη μια μεριά, θέτοντας χωρίς βολική χρονοτριβή πάνω στο τραπέζι τους όρους του ευρωτουρκικού διαλόγου, όπου όλα τα θέματα θα τεθούν ανοικτά -το ειρηνικό πλαίσιο των ελληνοτουρκικών συνομιλιών επίσης.
Από την άλλη μεριά, μέτρα ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται και οι κυρώσεις, σημαντικό και τελευταίο μέσον εκτόνωσης βίαιων αναμετρήσεων. Κυρώσεις όχι μόνο οικονομικού-τιμωρητικού χαρακτήρα, αλλά και για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταρράκωση του κράτους δικαίου, κ.λπ.
Ολη η περιοχή έχει ανάγκη, σήμερα παρά ποτέ, από τη χειραφέτηση και την απελευθέρωση δημοκρατικών φωνών μέσα και έξω από την Τουρκία. Η Ε.Ε. έχει τεράστια ευθύνη που αγνόησε, βολικά και συμφεροντολογικά, την επιθετικότητα του Ρ. Τ. Ερντογάν εναντίον ευρωπαϊκών κρατών-μελών, τον αυταρχισμό εναντίον των δημοκρατικών δυνάμεων της Τουρκίας, αλλά και τη συστηματική υπονόμευση της ειρήνης στην περιοχή. Το νέο Ανατολικό Ζήτημα, με τους πολέμους και το αίμα, για την Ελλάδα δεν είναι επιλογή (μόνο ύστατη ανάγκη). Ούτε για την Ευρώπη όμως.
*Βουλευτίνα Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ