Με πρόσχημα τη δημόσια υγεία, αλλάζει το άρθρο περί διασποράς ψευδών ειδήσεων, παραβιάζοντας το Σύνταγμα και την ελευθερία έκφρασης
Με τη συμπλήρωση 30 χρόνων από τον τυποκτόνο νόμο επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, όταν τον Σεπτέμβριο του 1991 είχαν οδηγηθεί στις φυλακές Κορυδαλλού επτά διευθυντές εφημερίδων, η κυβέρνηση του γιου του, Κυριάκου Μητσοτάκη, επιχειρεί να χειραγωγήσει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης αλλά και τους πολίτες, αυστηροποιώντας το άρθρο του Ποινικού Κώδικα για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Με άλλοθι τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας, στο προωθούμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» που τέθηκε σε διαβούλευση πριν από λίγες ημέρες, αλλάζει το άρθρο 191 που αφορά τη διασπορά ψευδών ειδήσεων.
Με βάση τον ισχύοντα νόμο, διώκεται «όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις».
Με βάση το άρθρο 36 του προωθούμενου σχεδίου νόμου, το άρθρο 191 του ΠΚ αλλάζει προς το χειρότερο, με πρόσχημα τα “fake news” των αρνητών του κορονοϊού και με άλλοθι τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας που εισάγεται στο νέο άρθρο.
Το άρθρο 36 προβλέπει:
«Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή».
Πλέον δεν απαιτείται το αποτέλεσμα του φόβου, αλλά και μόνο η υπόνοια ότι θα προκληθεί ανησυχία ή φόβος πολιτών.
Ο κίνδυνος είναι ορατός με τους αστυνομικούς και τους εισαγγελείς να δύνανται να διώκουν πολίτες που εκφράζουν την άποψη τους δημόσια ή μέσω διαδικτύου που είναι αντίθετες με τις απόψεις άλλων πολιτών.
Ουσιαστικά θυσιάζεται το άρθρο 14 του Συντάγματος που προβλέπει την ελευθερία της έκφρασης, στο βωμό αντιμετώπισης των «fake news».
Με το υπό διαβούλευση νομοθέτημα θα κρέμεται από πάνω από τους πολίτες και δημοσιογράφους η «δαμόκλειος σπάθη» του αστυνομικού, του εισαγγελέα, αλλά και των πολιτών που ενδεχομένως «ανησυχήσουν» ή απλά θέλουν να… εκδικηθούν άλλους πολίτες που έχουν αντίθετες από αυτούς απόψεις.
Νομικοί εκφράζουν την άποψη πως αν ισχύσει η τροποποίηση, τότε ο ένας θα «καρφώνει» τον άλλο και οι εισαγγελείς θα γίνουν «Πουαρό» να δουν αν υφίσταται υποκειμενική ή αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος.
Παραβιάζεται το Σύνταγμα!
Παράλληλα, τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας.
Όπως επισημαίνουν Συνταγματολόγοι, η μεταβολή του άρθρου για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων συρρικνώνει την κατοχυρωμένη στο άρθρο 14 του Συντάγματος ελευθερία της έκφρασης.
Μάλιστα η κυβέρνηση δεν φαίνεται να υπολογίζει τις κατά καιρούς αντιδράσεις διεθνών οργανώσεων που καταγγέλλουν την αυστηρή αντιμετώπιση αυτών των αδικημάτων στην χώρα μας.
Η αλλαγή του άρθρου για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων έχει προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στις δημοσιογραφικές ενώσεις, αλλά και σε νομικούς.
Αύριο, Τετάρτη, θα συνεδριάσει η Συντονιστική Επιτροπή των προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας προκειμένου να καθορίσει τη στάση της ως προς τα άρθρα του νέου Ποινικού Κώδικα που αφορούν την αυστηροποίηση των ποινών αλλά και το άρθρο του νομοσχεδίου για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων.